Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρέφουλα — η, και ρέφουλι και ρεφούλι, το, Ν (κυρίως στη θάλασσα) σφοδρή πνοή ανέμου … Dictionary of Greek
ρέφουλι — και ρεφούλι, το, Ν βλ. ρέφουλα … Dictionary of Greek